bn:00028634n
Noun Concept
EL
κινητή γέφυρα  άρει γέφυρα  γέφυρα ανελκυστήρα  κάθετη ανελκυστήρα-γέφυρα  κάθετη γέφυρα ανελκυστήρων
EL
Γέφυρα που μπορεί να υψωθεί προκειμένου vα εμποδίσει την κυκλοφορία ή για να επιτρέψει σε πλοία ή καράβια να περάσουν κάτω από αυτήν Greek Open Multilingual WordNet
English:
American English
Definitions
Relations
Sources