bn:00028734n
Noun Concept
EL
τρυπάνι  δράπανο  τρυπάνια
EL
Εργαλείο από χάλυβα με ελικωτό στέλεχος, το οποίο απολήγει σε αιχμή και καθώς περιστρέφεται ανοίγει τρύπες Greek Open Multilingual WordNet
English:
tool
Definitions
Relations
Sources
EL
Εργαλείο από χάλυβα με ελικωτό στέλεχος, το οποίο απολήγει σε αιχμή και καθώς περιστρέφεται ανοίγει τρύπες Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
Wikipedia Translations