bn:00029280n
Noun Concept
EL
βαφή  βαφική ύλη  χρωστική ύλη  χρωστική ουσία  βαφές
EL
Συνήθως διαλυτή ουσία που χρησιμοποιείται για αλλαγή χρώματος ή για βαφή υφασμάτων ή μαλλιών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources