bn:00062357n
Noun Concept
Categories: Χρωστικές
EL
βαφή  χρωστική  μπογιά  χρώμα  χρωστικές ουσίες
EL
Η χρωστική ουσία κυρίως σε μορφή σκόνης( που ανακατεύεται με υγρό για να παραχθεί μπογιά) Greek Open Multilingual WordNet
English:
material
Definitions
Relations
Sources
EL
Η χρωστική ουσία κυρίως σε μορφή σκόνης( που ανακατεύεται με υγρό για να παραχθεί μπογιά) Greek Open Multilingual WordNet
Η χρωστική είναι υλικό το οποίο αλλάζει το χρώμα του φωτός το οποίο αντανακλά ως αποτέλεσμα της απορρόφησης συγκεκριμένων μηκών κύματος. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Translations