bn:00029302n
Noun Concept
EL
δυναμό  Dinamo
EL
Η συσκευή που παράγει συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα και τροφοδοτεί μπαταρίες και ηλεκτρικές εγκαταστάσεις αυτοκινήτων Greek Open Multilingual WordNet
English:
electrical
Definitions
Relations
Sources
EL
Η συσκευή που παράγει συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα και τροφοδοτεί μπαταρίες και ηλεκτρικές εγκαταστάσεις αυτοκινήτων Greek Open Multilingual WordNet
BabelNet
EL
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations