bn:00029415n
Noun Concept
Categories: Λογιστική
EL
κέρδος  καθαρό εισόδημα  κέρδη  έσοδα  καθάρο κέρδος
EL
Τα χρήματα που κερδίζει κάποιος και συνήθως μια εταιρεία σε δεδομένη χρονική περίοδο Greek Open Multilingual WordNet
English:
economics
accounting
Definitions
Relations
Sources
EL
Τα χρήματα που κερδίζει κάποιος και συνήθως μια εταιρεία σε δεδομένη χρονική περίοδο Greek Open Multilingual WordNet
Στις επιχειρήσεις, το καθαρό εισόδημα ή τα καθαρά κέρδη είναι τα έσοδα μείον το κόστος πωληθέντων αγαθών, τα έξοδα και τους φόρους για μια λογιστική χρήση. Wikipedia