bn:00029419n
Noun Concept
EL
ακουστικό  ακουστικά  ακουστικό τηλεφώνου  ακουστικών
EL
Όργανο που προσαρμόζεται στα αυτιά για να μετατρέπει ηλεκτρομαγνητικά κύματα σε ήχους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources