bn:00030187n
Noun Concept
Categories: Ηλεκτρολογία, Ηλεκτρικά εξαρτήματα
EL
ηλεκτρονόμος  ρελές  Ρελέ  ηλεκτρικά ρελέ
EL
Ηλεκτρική συσκευή στην οποία ένας διακόπτης που δέχεται ασθενές ηλεκτρικό ρεύμα ενεργοποιεί ηλεκτρομαγνήτη ο οποίος ανοιγοκλείνει το κύκλωμα με ισχυρό ηλεκτρικό ρεύμα Greek Open Multilingual WordNet
English:
electrical
Definitions
Relations
Sources
EL
Ηλεκτρική συσκευή στην οποία ένας διακόπτης που δέχεται ασθενές ηλεκτρικό ρεύμα ενεργοποιεί ηλεκτρομαγνήτη ο οποίος ανοιγοκλείνει το κύκλωμα με ισχυρό ηλεκτρικό ρεύμα Greek Open Multilingual WordNet
Ο ηλεκτρονόμος, ρελέ ή ρελές είναι ένας ηλεκτρικός διακόπτης που ανοίγει και κλείνει ένα ηλεκτρικό κύκλωμα υπό τον έλεγχο ενός άλλου ηλεκτρικού κυκλώματος και χρησιμοποιείται κατά κόρον σε αυτοματισμούς. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations