bn:00030251n
Noun Concept
EL
ηλεκτρονικός εξοπλισμός  ηλεκτρονικού εξοπλισμού
EL
Εξοπλισμός που συνεπάγεται ελεγχόμενη μεταφορά ηλεκτρονίων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources