bn:00030202n
Noun Concept
Categories: Ηλεκτροχημεία, Ηλεκτρισμός
EL
ηλεκτρόδιο  ηλεκτρόδια
EL
Αγωγός για τη διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος Greek Open Multilingual WordNet
English:
electricity
Definitions
Relations
Sources
EL
Αγωγός για τη διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος Greek Open Multilingual WordNet
Ένα ηλεκτρόδιο είναι ένας αγωγός που χρησιμοποιείται ως επαφή με μη μεταλλικά τμήματα ενός κυκλώματος Wikipedia
Ένα ηλεκτρόδιο είναι ένας αγωγός που χρησιμοποιείται ως επαφή με μη μεταλλικά τμήματα ενός κυκλώματος (π.χ. ενός ημιαγωγού, ενός ηλεκτρολύτη ή ενός κενού) Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations