bn:00030329n
Noun Concept
EL
ύψωμα  φυσικό ύψωμα
EL
Γενική ονομασία για χαμηλά συνήθως εξάρματα του φλοιού της γης (γήλοφοι, λόφοι κτλ.) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Γενική ονομασία για χαμηλά συνήθως εξάρματα του φλοιού της γης (γήλοφοι, λόφοι κτλ.) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations