bn:00084110v
Verb Concept
EL
ανυψώνω  σηκώσει
EL
Σηκώνω κάτι από μια χαμηλότερη σε μια ψηλότερη θέση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Σηκώνω κάτι από μια χαμηλότερη σε μια ψηλότερη θέση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations