bn:00030427n
Noun Concept
EL
επέκταση
EL
Αύξηση της έκτασης που καταλαμβάνει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αύξηση της έκτασης που καταλαμβάνει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet