bn:00030466n
Noun Concept
EL
αμηχανία
EL
Συναίσθημα συστολής, ντροπής, κυρίως μπροστά σε άλλους, που μας φέρνει σε αδυναμία να αντιδράσουμε με τον κατάλληλο τρόπο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Συναίσθημα συστολής, ντροπής, κυρίως μπροστά σε άλλους, που μας φέρνει σε αδυναμία να αντιδράσουμε με τον κατάλληλο τρόπο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wikipedia Translations