bn:00030585n
Noun Concept
EL
ευσιγκινησία  συναισθηματισμός  συναισθηματικότητα  συναισθηματισμό
EL
Το χαρακτηριστικό κάποιου να βιώνει έντονα συναισθήματα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources