bn:00100444a
Adjective Concept
EL
αναιδής  ψυχρός
EL
Αυτός που δείχνει έλλειψη ψυχικής θέρμης, συναισθηματικότητας, καλής διάθεσης, ενθουσιασμού, συμπάθειας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που δείχνει έλλειψη ψυχικής θέρμης, συναισθηματικότητας, καλής διάθεσης, ενθουσιασμού, συμπάθειας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet