bn:00030713n
Noun Concept
EL
εμπόδιο  επιβάρυνση  κωλισιεργία  κώλυμα
EL
Οποιαδήποτε κωλuσιεργία ή εμπόδιο που επιβαρύνει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Οποιαδήποτε κωλuσιεργία ή εμπόδιο που επιβαρύνει Greek Open Multilingual WordNet