bn:00046086n
Noun Concept
EL
εμπόδιο
EL
Ό ,τι δυσκολεύει ή δεν επιτρέπει, απαγορεύει να γίνει κάτι ή να κάνει κάποιος κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ό ,τι δυσκολεύει ή δεν επιτρέπει, απαγορεύει να γίνει κάτι ή να κάνει κάποιος κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet