bn:00030938n
Noun Concept
EL
εξευγένιση
EL
Το να δίνεις σε κάποιον ή κάτι ευγενικό χαρακτήρα, το να προάγεις κάποιον ή κάτι πολιτιστικά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το να δίνεις σε κάποιον ή κάτι ευγενικό χαρακτήρα, το να προάγεις κάποιον ή κάτι πολιτιστικά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations