bn:00031017n
Noun Concept
EL
ενθουσιασμός  ενθουσιασμό  ενθουσιώδεις  ενθουσιώδης  λάτρεις
EL
Ευχάριστη έξαρση ψυχικών διαθέσεων που είτε μένει στην ψυχή, είτε εξωτερικεύεται με εκδηλώσεις χαράς ή ορμητικές ενέργειες για κάποιο σκοπό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ευχάριστη έξαρση ψυχικών διαθέσεων που είτε μένει στην ψυχή, είτε εξωτερικεύεται με εκδηλώσεις χαράς ή ορμητικές ενέργειες για κάποιο σκοπό Greek Open Multilingual WordNet