bn:00045201n
Noun Concept
EL
διάθεση  χιούμορ
EL
Χαρακτηριστική ή συνηθισμένη συναισθηματική κατάσταση (θετικά ή αρνητικά συναισθήματα, π.χ. κατήφεια, καλή διάθεση, κέφι) Greek Open Multilingual WordNet
English:
psychology
Definitions
Relations
Sources
EL
Χαρακτηριστική ή συνηθισμένη συναισθηματική κατάσταση (θετικά ή αρνητικά συναισθήματα, π.χ. κατήφεια, καλή διάθεση, κέφι) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations