bn:00031023n
Noun Concept
EL
επιβήτορας  βαρβάτο άλογο  επιβήτορα  επιβήτορες  ολόκληρο
EL
Μη ευνουχισμένο, ενήλικο, αρσενικό άλογο Greek Open Multilingual WordNet
English:
animal
horse
Definitions
Relations
Sources
EL
Μη ευνουχισμένο, ενήλικο, αρσενικό άλογο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations