bn:00031208n
Noun Concept
EL
επίφυση  επίφυσης  επιφύσεων  υποχόνδριο οστό
EL
(ανατομία) το καθένα από τα δύο εξογκωμένα άκρα των μακρών οστών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(ανατομία) το καθένα από τα δύο εξογκωμένα άκρα των μακρών οστών Greek Open Multilingual WordNet
Κάθε άκρο ενός μακρού οστού Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
WordNet Translations