bn:00031693n
Noun Concept
Categories: Αλκανoδιόλες, C2
EL
1,2-αιθανοδιόλη  αιθυλενογλυκόλη  αιθανοδιόλη  γλυκόλη
EL
Η 1,2-αιθανοδιόλη ή αιθυλενογλυκόλη είναι η απλούστερη σταθερή αλκανοδιόλη, δηλαδή άκυκλη, κορεσμένη, δισθενής αλκοόλη. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Η 1,2-αιθανοδιόλη ή αιθυλενογλυκόλη είναι η απλούστερη σταθερή αλκανοδιόλη, δηλαδή άκυκλη, κορεσμένη, δισθενής αλκοόλη. Wikipedia
Αλκανοδιόλη Wikidata
Wikipedia Redirections
WordNet Translations