bn:00032412n
Noun Concept
EL
επέκταση
EL
Το αποτέλεσμα του επεκτείνω,διευρύνω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το αποτέλεσμα του επεκτείνω,διευρύνω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations