bn:00073627n
Noun Concept
EL
διεύρυνση  εξάπλωση
EL
Η ενέργεια του να διευρύνεις,να επεκτείνεις κάτι ώστε να αποκτήσει μεγαλύτερες διαστάσεις Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια του να διευρύνεις,να επεκτείνεις κάτι ώστε να αποκτήσει μεγαλύτερες διαστάσεις Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet