bn:00032419n
Noun Concept
EL
εσωτερική γραμμή τηλεφώνου  επέκταση  τηλέφωνο στην ίδια γραμμή  τηλεφωνική επέκταση
EL
Επιπλέον τηλέφωνο που συνδέεται στην ίδια τηλεφωνική γραμμή Greek Open Multilingual WordNet
English:
telephone
Definitions
Relations
Sources