bn:00032547n
Noun Concept
Categories: Οφθαλμολογία, Ενδύματα κεφαλής, Προστατευτικός εξοπλισμός, Οπτικά όργανα, Γυαλί
EL
γυαλιά  ματογυάλια  bespectacled  specs  γυαλιά ασφαλείας
EL
Ζευγάρι από ειδικούς φακούς που είναι προσαρμοσμένοι σε σκελετό και που χρησιμοποιούνται για τη διόρθωση της ελαττωματικής όρασης ή απλώς για την προστασία των ματιών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ζευγάρι από ειδικούς φακούς που είναι προσαρμοσμένοι σε σκελετό και που χρησιμοποιούνται για τη διόρθωση της ελαττωματικής όρασης ή απλώς για την προστασία των ματιών Greek Open Multilingual WordNet
Με το όνομα γυαλιά ονομάζεται ένα εργαλείο με το οποίο βελτιώνεται η όραση όταν υπάρχουν διαθλαστικές ανωμαλίες στα μάτια, ή για την προστασία τους από έντονο φως ή από ξένα σώματα Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations