bn:00034148n
Noun Concept
Categories: Ιατρική ορολογία, Ανοσοποιητικό σύστημα
EL
πύον  πύο  βλεννοπυώδης  διαπύηση  ορρώδες αίμα
EL
Υγρό, συνήθως αδιαφανές, κιτρινωπό και παχύρρευστο, το οποίο δημιουργείται σε σημεία που υπάρχει φλεγμονή και αποτελείται από κατεστραμμένα λευκοκύτταρα και άλλους μικροοργανισμούς Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Υγρό, συνήθως αδιαφανές, κιτρινωπό και παχύρρευστο, το οποίο δημιουργείται σε σημεία που υπάρχει φλεγμονή και αποτελείται από κατεστραμμένα λευκοκύτταρα και άλλους μικροοργανισμούς Greek Open Multilingual WordNet
Το πύον είναι υγρό, συνήθως λευκό-κίτρινο, κίτρινο ή κίτρινο-καφέ, που σχηματίζεται στο σημείο της φλεγμονής κατά τη διάρκεια βακτηριακής ή μυκητιακής λοίμωξης. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
EL
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
EL
Wikidata Alias
WordNet Translations