bn:00046672n
Noun Concept
Categories: Φυσιολογία ανθρώπου, Παθολογία
EL
φλεγμονή  έξαψη  φλόγωση  ερυθρότητα  προφλεγμονωδών
EL
(ιατρ.) παροδικό αίσθημα θερμότητας, κυρίως στο πρόσωπο, που συνοδεύεται από κοκκίνισμα και οφείλεται σε ανωμαλία της κυκλοφορίας του αίματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(ιατρ.) παροδικό αίσθημα θερμότητας, κυρίως στο πρόσωπο, που συνοδεύεται από κοκκίνισμα και οφείλεται σε ανωμαλία της κυκλοφορίας του αίματος Greek Open Multilingual WordNet
Φλεγμονή είναι το σύνολο των τοπικών και συστηματικών μηχανισμών που ενεργοποιεί ο οργανισμός αντιδραστικά μετά από την επίδραση σε αυτόν διαφόρων βλαπτικών παραγόντων, όπως παθογόνα, χημικά, και τραυματισμένοι ιστοί. Wikipedia
Το σύνολο των τοπικών και συστηματικών μηχανισμών που ενεργοποιεί ο οργανισμός αντιδραστικά μετά από την επίδραση σε αυτόν διαφόρων βλαπτικών παραγόντων. Wikidata