bn:00034300n
Noun Concept
EL
αποδυτήριο  fieldhouse
EL
(συνήθως στον πληθυντικό) χώρος στον οποίο γδύνονται και κάνουν λουτρό οι αθλούμενοι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(συνήθως στον πληθυντικό) χώρος στον οποίο γδύνονται και κάνουν λουτρό οι αθλούμενοι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations