bn:00005532n
Noun Concept
Categories: Αθλητικές εγκαταστάσεις
EL
στάδιο  αρένα  κλειστό στάδιο  αθλητικό στάδιο  γήπεδα
EL
Ο ειδικά διαμορφωμένος, υπαίθριος ή στεγασμένος χώρος, ο οποίος διαθέτει αθλητικές εγκαταστάσεις για την τελετή αγώνων, καθώς και θέσεις συνήθως για μεγάλο αριθμό θεατών, και χρησιμοποιείται τόσο για αθλητικές συναντήσεις, κυρίβς του στίβου, όσο και για εκδηλώσεις με πολυπληθές κοινό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο ειδικά διαμορφωμένος, υπαίθριος ή στεγασμένος χώρος, ο οποίος διαθέτει αθλητικές εγκαταστάσεις για την τελετή αγώνων, καθώς και θέσεις συνήθως για μεγάλο αριθμό θεατών, και χρησιμοποιείται τόσο για αθλητικές συναντήσεις, κυρίβς του στίβου, όσο και για εκδηλώσεις με πολυπληθές κοινό Greek Open Multilingual WordNet
Στάδιο ονομάζεται ένας χώρος κατάλληλα διασκευασμένος για την τέλεση αγώνων δρόμου και άλλων αγωνισμάτων. Wikipedia
περίκλειστος χώρος ορισμένος για την διεξαγωγή θετρικών, μουσικών, ή αθλητικών εκδηλώσεων Wikidata
Ειδικά διαμορφωμένος χώρος για την διεξαγωγή αθλημάτων κυρίως, αλλά και συναυλιών ή άλλων εκδηλώσεων Wikidata