bn:00034816n
Noun Concept
Categories: Ψάρια
EL
ψάρι  ιχθύς  ψάρια  Ιχθύες  pterygiophore
EL
Κοινή ονομασία για ένα μεγάλο πλήθος σπονδυλωτών ζώων που ζουν μέσα στο νερό, αναπνέουν με βράγχια, έχουν σώμα ατρακτοειδές και καλυμμένο με λέπια και αποτελούν μια από τις βασικές τροφές του ανθρώπου Greek Open Multilingual WordNet
English:
zoology
anatomy
biology
Definitions
Relations
Sources
EL
Κοινή ονομασία για ένα μεγάλο πλήθος σπονδυλωτών ζώων που ζουν μέσα στο νερό, αναπνέουν με βράγχια, έχουν σώμα ατρακτοειδές και καλυμμένο με λέπια και αποτελούν μια από τις βασικές τροφές του ανθρώπου Greek Open Multilingual WordNet
Ψάρι είναι κάθε μέλος μιας ομάδας υδρόβιων κρανιωτών ζωικών οργανισμών που δεν έχουν άκρα με δάκτυλα. Wikipedia
Μεγάλη και ιδιαίτερη ομοταξία των σπονδυλωτών ζώων που φέρονται προσαρμοσμένα στην υδρόβια ζωή Wikipedia Disambiguation
Υδρόβιο σπονδυλωτό ζώο Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations