bn:00034995n
Noun Concept
EL
κόπανος  δοκάνη  flail
EL
Μεγάλο τετράγωνο ξύλο η μια πλευρά του οποίου ήταν γεμάτη προεξοχές σιδήρου για να κόβει τα στάχυα και να βγαίνει το σιτάρι Greek Open Multilingual WordNet
English:
agriculture
punishment
Definitions
Relations
Sources
EL
Μεγάλο τετράγωνο ξύλο η μια πλευρά του οποίου ήταν γεμάτη προεξοχές σιδήρου για να κόβει τα στάχυα και να βγαίνει το σιτάρι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations
EL