bn:00035191n
Noun Concept
EL
ευπείθεια  tractableness
EL
Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του να πείθεται ή να υπακούει και να πειθαρχεί κάποιος εύκολα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του να πείθεται ή να υπακούει και να πειθαρχεί κάποιος εύκολα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations