bn:00106392a
Adjective Concept
EL
πειθήνιος  υπάκουος
EL
Αυτός που συμμορφώνεται οικειοθελώς προς τις υποδείξεις, τις επιθυμίες ή τις διαταγές κάποιου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που συμμορφώνεται οικειοθελώς προς τις υποδείξεις, τις επιθυμίες ή τις διαταγές κάποιου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet