bn:00035353n
Noun Concept
EL
σωσίβιο μέσο  συσκευή επίπλευσης  σωσίβιο  προσωπική συσκευή επίπλευσης  σωσίβια
EL
Σωστικός εξοπλισμός που επιπλέει στο νερό και κρατά κάποιον στην επιφάνεια της θάλασσας σώζοντάς τον από πνιγμό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources