bn:00035768n
Noun Concept
Categories: Δύναμη, Φυσικά μεγέθη, Θεμελιώδεις έννοιες της φυσικής
EL
δύναμη  αλληλεπίδραση  δύναμης
EL
(φυσ.) το φυσικό μέγεθος που είναι ανάλογο προς τη μάζα ενός σώματος και επηρεάζεται από την επιτάχυνση της βαρύτητας, ενώ παράλληλα προκαλεί τη διατήρηση ή τη μεταβολή της κατάστασης των σωμάτων π .χ. κεντρομόλος δύναμη, ηλεκτρομαγνητική κ.τ.λ. Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
φυσική
Definitions
Relations
Sources
EL
(φυσ.) το φυσικό μέγεθος που είναι ανάλογο προς τη μάζα ενός σώματος και επηρεάζεται από την επιτάχυνση της βαρύτητας, ενώ παράλληλα προκαλεί τη διατήρηση ή τη μεταβολή της κατάστασης των σωμάτων π .χ. κεντρομόλος δύναμη, ηλεκτρομαγνητική κ.τ.λ. Greek Open Multilingual WordNet
Στην Κλασική Μηχανική, δύναμη ∑ i = 1 n F → i {\displaystyle \sum _{i=1}^{n}{\vec {F}}_{i}} είναι η αιτία που προκαλεί κάθε μεταβολή της κίνησης ή της γεωμετρίας των σωμάτων. Wikipedia
Αιτία που προκαλεί μεταβολή της κίνησης ή της γεωμετρίας σωμάτων Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations