bn:00035991n
Noun Concept
Categories: Στρατιωτική ορολογία, Οχυρώσεις
EL
οχύρωση  οχύρωμα  οχυρό  φρούριο  οχυρώσεις
EL
Το σύνολο των έργων που αυξάνουν την αμυντική ικανότητα ενός τόπου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το σύνολο των έργων που αυξάνουν την αμυντική ικανότητα ενός τόπου Greek Open Multilingual WordNet
Το οχύρωμα είναι στρατιωτική κατασκευή ή κτίριο που έχει σχεδιαστεί για την υπεράσπιση του εδάφους σε πολεμικές συγκρούσεις και επίσης χρησιμοποιείται για την εδραίωση της κυριαρχίας σε μια περιοχή κατά τη διάρκεια της ειρήνης. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias