bn:00036882n
Noun Concept
Categories: Ζωικά προϊόντα, Ένδυση
EL
γούνα  γουνόδερμα  προβειά  τομάρι  Γουναρικό
EL
Το πλούσιο, μαλακό και παχύ τρίχωμα που καλύπτει το δέρμα ορισμένων θηλαστικών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το πλούσιο, μαλακό και παχύ τρίχωμα που καλύπτει το δέρμα ορισμένων θηλαστικών Greek Open Multilingual WordNet
Γούνα ονομάζεται το δέρμα θηλαστικών ζώων με το παχύ, πυκνό και απαλό στρώμα από τρίχες που το καλύπτουν. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations