bn:00037022n
Noun Concept
EL
κέρδος  ωφέλεια  όφελος
EL
Οτιδήποτε υλικό ή ηθικό αποκομίζει κάποιος όταν προβαίνει σε κάποια ευεργετική ενέργεια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Οτιδήποτε υλικό ή ηθικό αποκομίζει κάποιος όταν προβαίνει σε κάποια ευεργετική ενέργεια Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet