bn:00083413v
Verb Concept
EL
επωφελούμαι  ευεργετούμαι  κερδίζω  ωφελούμαι  επωφεληθούν
EL
Ωφελούμαι, έχω υλικό ή ηθικό κέρδος από κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links