bn:00037374n
Noun Concept
Categories: Εσώρουχα, Ζώνες (ένδυση), Κάλτσες
EL
καλτσοδέτα  ζαρτιέρες  καλτσοδέτες  τιράντες
EL
Καθεμιά από τις δύο ελαστικές ταινίες, που συγκρατούν τις κάλτσες στις κνήμες ή στους μηρούς Greek Open Multilingual WordNet
English:
American
clothing
British
Definitions
Relations
Sources
EL
Καθεμιά από τις δύο ελαστικές ταινίες, που συγκρατούν τις κάλτσες στις κνήμες ή στους μηρούς Greek Open Multilingual WordNet
Η καλτσοδέτα είναι εξάρτημα ενδύσεως που συγκρατεί τις μακριές κάλτσες, κυρίως των γυναικών Wikipedia
Εξάρτημα ένδυσης Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations