bn:00037384n
Noun Concept
Categories: Καύσιμα, Προϊόντα του πετρελαίου
EL
βενζίνη  αέριο  αμόλυβδη βενζίνη  γκάζι  gasolene
EL
Το φωταέριο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το φωταέριο Greek Open Multilingual WordNet
Η βενζίνη είναι ελαφρύ υγρό, πτητικό και εύφλεκτο, που προέρχεται κυρίως από την κλασματική απόσταξη του πετρελαίου. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations