bn:00037786n
Noun Concept
EL
γένος Achillea  γένος Αχίλλεα  γένους achillea
EL
Ολοετές συχνά αρωματικό και κάποιες φορές με στιλπνή υφή βότανο που αναπτύσσεται σε βόρειες περιοχές με ήπιο κλίμα: μιριόφυλλο (φυτό), υδρόφυτο γένους myriophyllum Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ολοετές συχνά αρωματικό και κάποιες φορές με στιλπνή υφή βότανο που αναπτύσσεται σε βόρειες περιοχές με ήπιο κλίμα: μιριόφυλλο (φυτό), υδρόφυτο γένους myriophyllum Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations