bn:00043776n
Noun Concept
Categories: Βότανα
EL
βότανο  ποώδες φυτό  χόρτο  βότανα  πόα
EL
Ποώδες φυτό, κυρίως αυτό που έχει θεραπευτικές ιδιότητες Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ποώδες φυτό, κυρίως αυτό που έχει θεραπευτικές ιδιότητες Greek Open Multilingual WordNet
Τα βότανα είναι αυτοφυή φυτά, που αναπτύσσονται σε διάφορες άγονες ή και σε καλλιεργημένες περιοχές και τα οποία κατά διάφορα χρονικά διαστήματα οι γεωργοί και οι συλλέκτες βοτάνων τα μαζεύουν ή -όπως συνήθως λένε- τα «βοτανίζουν». Wikipedia
Φυτό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μπαχαρικό, τροφή, φάρμακα ή άρωμα Wikidata
Φυτό το οποίο δεν έχει ξυλώδη βλαστό πάνω από το έδαφος Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
EL
WordNet Translations