bn:00038615n
Noun Concept
EL
γένος Manilkara  manilkara  γένους manilkara
EL
Γένος μεγάλων αειθαλών δέντρων που παράγουν γαλακτώδες υγρό, τα οποία ευδοκιμούν στις τροπικές περιοχές Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Γένος μεγάλων αειθαλών δέντρων που παράγουν γαλακτώδες υγρό, τα οποία ευδοκιμούν στις τροπικές περιοχές Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations