bn:00010067n
Noun Concept
Categories: Βοτανολογική ονοματολογία, Καρπός, Μορφολογία καρπών, Φρούτα, Ταξινομία φυτών
EL
ράγα  απύρηνος καρπός
EL
Μικρό φρούτο που έχει τις δύο πιο βασικές δομές, π.χ. απλή δομή (σταφύλι) ή συναθροιστική δομή (βατόμουρο) Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
βοτανική
Definitions
Relations
Sources
EL
Μικρό φρούτο που έχει τις δύο πιο βασικές δομές, π.χ. απλή δομή (σταφύλι) ή συναθροιστική δομή (βατόμουρο) Greek Open Multilingual WordNet
Ράγα, στη βοτανική, είναι τύπος μικρού ή μεγάλου, φρέσκου, αδιάρρηκτου σαρκώδη καρπού, ο οποίος παράγεται από ένα άνθος που περιέχει μία ωοθήκη. Wikipedia
στη βοτανική, τύπος καρπού με σαρκώδες περικάρπιο, το οποίο περιέχει ένα ή περισσότερα σπέρματα Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata