bn:00039644n
Noun Concept
EL
γένος Senecio  senecio  senecio γένος
EL
Τεράστιο και διαφορετικό παγκόσμιο γένος δέντρων, θάμνων και βοτάνων που περιλαμβάνει πολλά αγριόχορτα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Τεράστιο και διαφορετικό παγκόσμιο γένος δέντρων, θάμνων και βοτάνων που περιλαμβάνει πολλά αγριόχορτα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations
EL