bn:00000860n
Noun Concept
EL
αχαίνιο  αχαίνια  ελλειπτικό
EL
Μικρό ξηρό φρούτο με ευδιάκριτο το κουκούτσι από το περίβλημα του φρούτου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μικρό ξηρό φρούτο με ευδιάκριτο το κουκούτσι από το περίβλημα του φρούτου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations